προστεγνώ

προστεγνώ
-όω, Α
1. κλείνω ερμητικά προηγουμένως
2. καλύπτω στεγανά προηγουμένως
3. σταματώ, εμποδίζω έκκριση εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στεγνῶ «στεγνώνω, κλείνω καλά, καλύπτω στεγανά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”